αζάλωτος

αζάλωτος
η , ο см. αζαλίκωτος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αζάλωτος" в других словарях:

  • αζάλωτος — η, ο [ζαλώνω] αυτός που δεν ζαλώθηκε, που δεν φορτώθηκε με βάρη στους ώμους ή στα χέρια του …   Dictionary of Greek

  • αζαλίκωτος — (I) η, ο [ζαλικώνω] 1. αυτός που δεν έχει στην πλάτη του ζαλίκι, φορτίο, ο αζάλωτος* 2. ο χωρίς οικογενειακά βάρη, άγαμος. (II) η, ο [αζαλικώνομαι] αυτός που δεν αζαλικώθηκε, δεν έπαθε ο αζάλικάς του …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»