αζάλωτος
Смотреть что такое "αζάλωτος" в других словарях:
αζάλωτος — η, ο [ζαλώνω] αυτός που δεν ζαλώθηκε, που δεν φορτώθηκε με βάρη στους ώμους ή στα χέρια του … Dictionary of Greek
αζαλίκωτος — (I) η, ο [ζαλικώνω] 1. αυτός που δεν έχει στην πλάτη του ζαλίκι, φορτίο, ο αζάλωτος* 2. ο χωρίς οικογενειακά βάρη, άγαμος. (II) η, ο [αζαλικώνομαι] αυτός που δεν αζαλικώθηκε, δεν έπαθε ο αζάλικάς του … Dictionary of Greek